- ομόχωρος
- -η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)-* + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγ-χώριος].
Dictionary of Greek. 2013.